παραποτάμιος

παραποτάμιος
α, ο [ος и ία , ον] расположенный около реки, береговой, прибрежный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παραποτάμιος" в других словарях:

  • Παραποτάμιος — beside masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραποτάμιος — beside masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραποτάμιος — α, ο / παραποτάμιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις όχθες ποταμού («ζῷον παραποτάμιον, οὐ ποτάμιον», Αριστοτ.) αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραποτάμια φυτά που αναπτύσσονται κοντά στις όχθες ποταμών 2.… …   Dictionary of Greek

  • παραποτάμιος — α, ο ο πλάι, κοντά στον ποταμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παραποταμίων — Παραποτάμιος beside fem gen pl Παραποτάμιος beside masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραποταμίων — παραποτάμιος beside fem gen pl παραποτάμιος beside masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραποτάμιον — Παραποτάμιος beside masc acc sg Παραποτάμιος beside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραποτάμιον — παραποτάμιος beside masc acc sg παραποτάμιος beside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραποταμίαις — Παραποτάμιος beside fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραποταμίαις — παραποτάμιος beside fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραποταμίην — Παραποτάμιος beside fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»